πρατήριο

πρατήριο
το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ]
νεοελλ.
1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης»)
2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για μέλη ορισμένου συνεταιρισμού
αρχ.
χώρος στον οποίο γίνονταν αγοραπωλησίες, αγορά, παζάρι (α. «ἵνα σφι καὶ ἀγορή τε ἐγίνετο καὶ πρητήριον», Ηρόδ.
β. «ὀπώρας πρατήρια», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρατήριο — το 1. κατάστημα όπου πουλιούνται ορισμένα είδη: Πρατήριο άρτου. 2. κατάστημα απ όπου τα μέλη συνεταιρισμού προμηθεύονται διάφορα είδη: Πρατήρια γεωργικών συνεταιρισμών. – Πρατήρια στρατού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλαταποθήκη — η 1. αποθήκη αλατιού 2. πρατήριο αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + αποθήκη] …   Dictionary of Greek

  • αλοπώλιον — ἁλοπώλιον, το (Α) πρατήριο αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλοπώλης < ἁλο * (< ἅλς, ός) + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπωλείο — το κατάστημα, πρατήριο όπου πουλιέται λάδι …   Dictionary of Greek

  • ζυθοπωλείο — το πρατήριο ζύθου, κατάστημα, κέντρο όπου προσφέρεται ζύθος, μπιραρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. ζυθοπωλείον μαρτυρείται από το 1837 στον Βασίλ. Κιατίπη] …   Dictionary of Greek

  • καπνοπρατήριο — το πρατήριο χονδρικής πώλησης τσιγάρων, πούρων και κατεργασμένου καπνού …   Dictionary of Greek

  • καπνοπωλείο — το κατάστημα ή πρατήριο πώλησης κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. καπνοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”